- οψιμαθής
- -ές (Α ὀψιμαθής, -ές)αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῑς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.)αρχ.1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει πράγματα ανάρμοστα προς την προχωρημένη ηλικία του ή αυτός που περηφανεύεται για κάτι που έμαθε αργά.επίρρ...οψιμαθώς (Μ ὀψιμαθῶς)με τρόπο οψιμαθή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -μαθής (< μανθάνω)].
Dictionary of Greek. 2013.